- παπαγαλισμός
- ο [παπαγαλίζω]1. μηχανική επανάληψη τών λόγων κάποιου2. η εκφώνηση κειμένου αυτολεξεί και χωρίς κατανόηση ύστερα από αποστήθιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπαγαλισμός — ο το να παπαγαλίζει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαγάλισμα — το [παπαγαλίζω] παπαγαλισμός … Dictionary of Greek
ψιττακισμός — ο, Ν 1. παπαγαλισμός 2. ιατρ. μηχανική επανάληψη εκφράσεων από ένα άτομο, το οποίο δεν καταλαβαίνει την σημασία τους ή δεν τήν συμμερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psittacisme (< ψιττακίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Στ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αποστήθιση — η το να μαθαίνει κανείς απέξω κάτι: Η αποστήθιση δεν είναι μάθηση, αλλά παπαγαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιττακισμός — ο παπαγαλισμός, παπαγάλισμα, το να επαναλαμβάνει κανείς μηχανικά ό,τι λένε οι άλλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)